-
1 луч
луч м η αχτίδα, η ακτίνα· ультрафиолетовые \лучй οι υπεριώδεις ακτίνες· инфракрасные \лучй οι υπέρυθρες ακτίνες* * *мη αχτίδα, η ακτίναультрафиоле́товые лучи́ — οι υπεριώδεις ακτίνες
инфракра́сные лучи́ — οι υπέρυθρες ακτίνες
-
2 ακτίνα
[-ις (ίνος)] η1) луч; ακτίνες τού ηλίου лучи солнца; κοσμικές ακτίνες космические лучи; ακτίνες Χ рентгеновские лучи; υπεριώδεις ακτίνες ультрафиолетовые лучи; υπέρυθρες ακτίνες инфракрасные лучи; 2) прям., перен. радиус;ακτίνα κύκλου — радиус круга;
ακτίνα ενεργείας ( — или δράσεως) — радиус действия;
3):ακτίνα (τροχού) — спица (колеса)
-
3 луч
лучм ἡ ἀκτίνα, ἡ ἀχτίδα, ἡ ἀκτίς:\луч солнца ἡ ἀκτίνα τοῦ ήλίου· космические \лучй οἱ κοσμικές ἀκτίνες· рентгеновские \лучи́ οἱ ἀκτΐνες Ραΐντγκεν ультрафиолетовые \лучй αί ὑπεριώδεις ἀκτΐνες· испускать \лучй ἀκτινοβολῶ. -
4 микроскопия
η μικροσκοπίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > микроскопия
-
5 увиолевый
физ. διαπεραστικός στις υπεριώδεις ακτίνες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > увиолевый
-
6 ультрафиолетовый
ультрафиолетов||ыйприл:\ультрафиолетовыйые лучи́ οἱ ὑπεριώδεις ἀκτίνες. у́лья, у́лью и т. д. род., дат. п. ить д, от у́лей. -
7 ультрафиолетовый
επ.υπεριώδης•-ые лучи υπεριώδεις ακτίνες.
-
8 фотарий
-я α.φωτάριο (θάλαμος θεραπείας με υπεριώδεις ή θερμικές ακτίνες).
См. также в других словарях:
υπεριώδεις ακτινοβολίες — Το σύνολο των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών με συχνότητα μεγαλύτερη της φωτεινής ιώδους ακτινοβολίας και μικρότερη της ακτινοβολίας των ακτίνων Χ· ως προς το μήκος κύματος, οι υπεριώδεις ακτινοβολίες περιλαμβάνουν τις ακτινοβολίες από μήκος… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
ακτινοβόληση — η τεχνολ. η έκθεση ενός υλικού, ενός αντικείμενου ή ενός ζωντανού οργανισμού σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες (ακτίνες Χ, ακτίνες γ, υπεριώδεις ακτίνες κ.λπ.) … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
υπεριώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η (για τις ακτίνες του ηλιακού φάσματος), αυτός που βρίσκεται πιο πέρα από το ιώδες (βιολέ) χρώμα: Υπεριώδεις ακτίνες (αόρατες ακτίνες του ηλιακού φάσματος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
στρατόσφαιρα — Η ανώτερη ζώνη της ατμόσφαιρας. Η σ. χαρακτηρίζεται από σταθερή θερμοκρασία, ανάλογα με το ύψος. Η ύπαρξη της περιοχής αυτής στην ατμόσφαιρα, στην οποία η θερμοκρασία ελαττώνεται με το ύψος, αλλά μένει συνολικά στάσιμη και μάλιστα αυξάνει… … Dictionary of Greek
ακτινοβλησία — (αγγλ. irradiation). Όρος με τον οποίο μπορεί να αποδοθεί η έκθεση ενός σώματος σε εκπεμπόμενη ακτινοβολία (radiation) ποικίλης φύσης. Στην περίπτωση αυτή η ακτινοβολία μεταφέρει την ενέργειά της στο υλικό σώμα που εκτίθεται στην επίδρασή της, το … Dictionary of Greek
παλίμψηστο — Χειρόγραφο, του οποίου η αρχική γραφή έχει αποξεστεί, ώστε να χρησιμοποιηθεί για ένα δεύτερο γράψιμο. Τον διεθνή αυτόν όρο, που προέρχεται από την ελληνική (πάλιν + ψάω), χρησιμοποιεί ήδη ο Πλούταρχος, αναφερόμενος σε παλίμψηστους παπύρους, οι… … Dictionary of Greek